- προσαναβῆναι
- προσαναβαίνωgo upaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαναβαίνω — Α [ἀναβαίνω] 1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος 2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη 3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.) 4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον 5. ιππεύω επιπροσθέτως 6. μτφ.… … Dictionary of Greek
πρόπυλο — το / πρόπυλον, ΝΜΑ 1. τα προπύλαια («ἐκέλευσεν αὐτοὺς προσαναβῆναι πρὸς τὸ πρόπυλον τῆς ἀκροπόλεως», Α ριστοτ.) 2. (στην αρχαιότητα) τμήμα τής εισόδου στο αίθριο το οποίο χαρακτηρίζεται από τον σεβασμό τού αρχιτεκτονικού τύπου τού ναού και τού… … Dictionary of Greek